- ὀλιγόνειρος
- ὀλῐγ-όνειρος, ον,A with few dreams,
ὕπνοι Iamb.VP25.114
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπνοι Iamb.VP25.114
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγόνειρος — ὀλιγόνειρος, ον (Α) αυτός που βλέπει λίγα όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὄνειρον] … Dictionary of Greek
ὀλιγονείρους — ὀλιγόνειρος with few dreams masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek